- τηγανιζόμενος
- τηγανίζωfry in apres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
пекомыи — (3*) прич. страд. наст. к печи: силнѣ же опалѧѥм и ˫ако на сковрадѣ пекомъ прескверныи толма. (τηγανιζόμενος) ГА XIV1, 201г; а на(м) агне(ц) ѣстьсѧ… не варе(н) же но пеко(м). (ὀπτώμενον) ГБ к. XIV, 64в; пекомоѥ средн. роли с.: вареное же средѣ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
τηγανίζω — ΝΜΑ, και ταγηνίζω Α [τήγανον/ τάγηνον] ψήνω κάτι στο τηγάνι μέσα σε καφτό λάδι, βούτυρο ή λίπος (α. «τηγανίζω αβγά» β. «ἐξ ᾠῶν καὶ τυροῡ τετηγανισμένου», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον μσν. αρχ. βασανίζω και θανατώνω στην πυρά … Dictionary of Greek